Πολυβίου

Πολυβίου
Πολύβιος
well-to-do
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολυβίου — πολύβιος well to do masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • СКИЛАК —    • Scylax,          Σκύλαξ, из Карианды в Карии, один из мореходов, которых Дарий Гистасп (251 485 гг. до Р. X.) послал для исследования берегов Азии от устьев Инда до аравийского залива. Hdt. 4, 44. Свида упоминает математика и музыканта того… …   Реальный словарь классических древностей

  • Skylax [2] — Skylax, 1) S. aus Karyanda, lebte unter Darios Hystaspis, auf dessen Befehl er 509 v. Chr. eine Entdeckungsreise in Asien, bes. zur Erforschung der Indusmündungen, achte; er schiffte von Kaspatyros den Indus hinab, fuhr längs der Küste des… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • BRUTUS Junius (M) — I. M. Junius BRUTUS percussoris Caesaris pater, quem tres de Iure Civili scripsisse libros, Cicer. l. 2. de Oratore, c. 55. auctor est, Marianas partes secutus a Pompeio victus, profligatusque est. Post mortem Syllae, quum Lepidus Consul bellum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MALICHUS — Insul. cuius meminit Solin. c. 60, Malchu Plinio l. 6. c. 29. in Sinu Arabico, nomen habuit ab aliquo Malicha Regulo: quemadmodum in eodem Sinu multae aliae Insulae denominatae sunt, Αἰνου, Σωκράτους, Πολυβίου, Σιμαγένους, Α῾δάνου, quae nomina… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Τέμπη — I Κοιλάδα της βορειοανατολικής Θεσσαλίας. Σχηματίζεται στο σημείο, όπου ο Πηνειός ποταμός διασχίζει την περιοχή μεταξύ των βουνών Όλυμπου και Όσσας. Έχει μήκος 7 8 χλμ. και σε ένα σημείο είναι στενή, με πλάτος που δεν ξεπερνά τα 40 μ. Τα Τ. έχουν …   Dictionary of Greek

  • αγαπώ — ( άω) (Α ἀγαπῶ) 1. αισθάνομαι στοργή, συμπάθεια ή φιλία για κάποιον 2. επιθυμώ, μού αρέσει κάτι 3. αγαπώ ερωτικά, ερωτεύομαι νεοελλ. 1. νιώθω ευχαρίστηση με κάτι, έχω κλίση σ’ αυτό 2. μέσ. αγαπιέμαι γίνομαι αξιαγάπητος αρχ. 1. εκλιπαρώ, ικετεύω,… …   Dictionary of Greek

  • ποσειδώνιος — (Απάμεια, Συρία 135 π.Χ. περίπου – μέσα 1ου αι. π.Χ.). Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Μαθητής του Παναίτιου στην Αθήνα, αφού πραγματοποίησε μεγάλα επιστημονικά ταξίδια, ίδρυσε δική του σχολή στη Ρόδο, στην οποία είχε μαθητές, μεταξύ άλλων, τον… …   Dictionary of Greek

  • συντάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. συντάττω και ξυντάσσω Α [τάσσω] 1. (ιδίως σχετικά με στρατό) βάζω στη σειρά, παρατάσσω 2. διατυπώνω κάτι εγγράφως, συγγράφω (α. «συντάσσω συμβόλαιο» β. «αὐτὸς ἄχρι τῆς ἑσπέρας ἔγραφε συντάττων ἐπιτομὴν Πολυβίου», Πλούτ.) 3. γραμμ …   Dictionary of Greek

  • Δωδώνη — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 730 μ., 100 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στα Ν των Ιωαννίνων, στους βόρειους πρόποδες του όρους Τόμαρος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δωδώνης. Σε απόσταση 22 χλμ. από τον οικισμό Δ.,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”